- δακρυβρυσοπόταμον
- δακρυβρυσοπόταμον, το (Μ)δάκρυ που τρέχει σαν ποτάμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρυσοπόταμον. Πρόκειται για σύνθετη λ. που πλάστηκε από τον συντάκτη τού έργου Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου τού Ρωμαίου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.